- τριψημερώ
- -έω, Ασπαταλώ τον χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτα, χασομερώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ- τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ-τριψ-α) + -ἡμερῶ (< ἡμέρα), πρβλ. εὐ-ημερῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek